- αναβαθμίζω
- -ισα, -ίστηκα, -ισμένος1. βελτιώνω τις κακές συνθήκες στο φυσικό ή το κοινωνικό περιβάλλον.2. προάγω κάποιον (αντίθ. υποβαθμίζω). Ουσ. αναβάθμιση, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.